τεχνασμάτων

τεχνασμάτων
τέχνασμα
anything made
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταμεθοδεύω — (Μ) επινοώ μεθόδους, τεχνάσματα για ανατροπή άλλων τεχνασμάτων …   Dictionary of Greek

  • μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή …   Dictionary of Greek

  • ολοφώιος — ὀλοφώϊος, ον (Α) ολέθριος, καταστρεπτικός, θανατηφόρος («ὀλοφώϊα εἰδώς» έμπειρος ολέθριων τεχνασμάτων, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. τής λ. «ολέθριος, καταστρεπτικός» είχε οδηγήσει, κατά την αρχαιότητα, στη σύνδεση της με το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • πολύαινος — Έλληνας ρήτορας από τη Μακεδονία (2ος αι. μ.Χ.) και συγγραφέας στρατιωτικών έργων. Έχει διασωθεί σχεδόν ολόκληρο το έργο του Στρατηγήματασε 8 βιβλία, συλλογή στρατιωτικών τεχνασμάτων, τα οποία ο Π. αντλεί από διάφορες πηγές (Έφορο, Ηρόδοτο κ.ά.) …   Dictionary of Greek

  • τερατουργία — η, ΝΑ [τερατουργός] νεοελλ. τερατώδης πράξη, τερατούργημα αρχ. 1. το να κάνει κανείς θαυμαστά πράγματα, θαυματοποιία 2. η χρησιμοποίηση θαυμαστών πραγμάτων ή διηγήσεων 3. τάση για χρησιμοποίηση ή και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που δείχνει κανείς για …   Dictionary of Greek

  • τεχνιτεύω — Α [τεχνίτης] 1. κατασκευάζω με τεχνικό τρόπο («εἰκόνα τεχνιτεύειν», Φίλ.) 2. κάνω χρήση τεχνασμάτων («ἐτεχνίτευε τινὶ τρόπῳ προέχειν», Ιώσ.) 3. χρησιμοποιώ δεύτερης ποιότητας τέχνη 4. διαστρέφω με τεχνάσματα («δεινὸς ἀνὴρ τεχνιτεῡσαι λόγους»,… …   Dictionary of Greek

  • υποποίησις — ήσεως, ἡ, Μ [ὑποποιῶ] προσέλκυση με χρήση τεχνασμάτων …   Dictionary of Greek

  • Βακχυλίδης — (Ιουλίδα Κέας 518; – περ. 450 π.Χ.). Χορικός λυρικός ποιητής. Γιος της αδελφής του Σιμωνίδη του Κείου, άκμασε γύρω στο 467 π.Χ. (κατά το Χρονικόν του Ευσεβίου) και φαίνεται πως πέθανε κατά τα μέσα του 5ου αι. Το έργο του έγινε γνωστό το 1896,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Κοζίντσεφ, Γκριγκόρι Μιχαήλοβιτς — (Grigorij Mikhailovich Kozintsev, Κίεβο 1905 – Λένινγκραντ [σημερινή Αγία Πετρούπολη] 1973). Ρώσος σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σε πολύ νεαρή ηλικία ίδρυσε στο Λένινγκραντ, μαζί με τον Λεονίντ Τράουμπεργκ, μια πρωτοποριακή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”